σταμνί'

σταμνί'
σταμνία , σταμνίας
Wine-jar
masc voc sg
σταμνία , σταμνίας
Wine-jar
masc nom sg (epic)
σταμνίαι , σταμνίας
Wine-jar
masc nom/voc pl
σταμνίᾱͅ , σταμνίας
Wine-jar
masc dat sg (attic doric aeolic)
σταμνία , σταμνίον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σταμνί — το μικρή στάμνα: Πάει στη βρύση για νερό με το σταμνί στον ώμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταμνί — το / σταμνίον, ΝΜΑ, και σταμνίν Μ [στάμνος / στάμνα] μικρή στάμνα, σταμνάκι νεοελλ. στάμνα αρχ. ουροδοχείο …   Dictionary of Greek

  • κλήδονας — Παλαιότατο λατρευτικό και μαντικό έθιμο, το οποίο διατηρείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας. Ο κ. συμπίπτει με την ημέρα του εορτασμού των γενεθλίων του Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου). Στη Μακεδονία, όμως, συμπίπτει με την Πρωτομαγιά …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • άγγος — ἄγγος ( εος), το (Α) 1. δοχείο για υγρά (κρασί, γάλα), κάδος για το πάτημα των σταφυλιών, σταμνί και κουβάς για νερό, ποτήρι 2. δοχείο για στερεά, κιβώτιο για τροφές, για ενδύματα 3. υδρία όπου τοποθετούσαν την τέφρα τού νεκρού, τεφροδόχος,… …   Dictionary of Greek

  • γαστρί — το (AM γαστρίον) [γαστήρ] νεοελλ. γλαστράκι, συνήθως σταμνί τού οποίου έσπασε το επάνω μέρος μσν. κάθε μεταλλικό έλασμα πανοπλίας στο μέρος τής κοιλιάς αρχ. 1. είδος αλλαντικού 2. γλύκισμα με σουσάμι …   Dictionary of Greek

  • ημίχιον — ἡμίχιον, τὸ (Α) πάπ. είδος μέτρου, μισό χίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + χίον «σταμνί κρασιού από τη Χίο»] …   Dictionary of Greek

  • ημικεραμία — και ημικέραμον ἡμικεραμία, ἡ και ἡμικέραμον, τὸ (Α) μικρή υδρία, σταμνί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κεράμιον ή κέραμος «αγγείο»] …   Dictionary of Greek

  • θυμελαία — (Τhymelaea). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των θυμελαιιδών, που αριθμεί περίπου 20 θαμνώδη είδη. Είναι πολυετής, πολύκλαδη πόα, με μικρά και άμισχα φύλλα. Έχει πρασινωπά ή κίτρινα, μικρά, πολύγαμα ή δίοικα άνθη και περιάνθιο συνήθως μόνιμο,… …   Dictionary of Greek

  • κάλπις — κάλπις, ιδος, ἡ (Α) 1. δοχείο για την εναπόθεση νερού ή άλλου υγρού, υδρία, σταμνί 2. δοχείο από το οποίο τραβούσαν τους λαχνούς ή στο οποίο συνέλεγαν τις ψήφους 3. κάλπη* 4. είδος ποτηριού 5. μυροδόχο αγγείο 6. Παναθηναϊκό αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”